- ἀπείκασμα
- ἀπείκασμαcopyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απείκασμα — το (Α ἀπείκασμα) νεοελλ. 1. εικασία 2. αντίληψη, νόηση αρχ. αναπαράσταση, ομοίωμα … Dictionary of Greek
ἀπεικασμάτων — ἀπείκασμα copy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεικάσματα — ἀπείκασμα copy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεικάσματος — ἀπείκασμα copy neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράδειγμα — το, ΝΑ [παραδείκνυμι] 1. πρότυπο, υπόδειγμα για μίμηση (α. «είναι παράδειγμα εργατικότητας» β. «παράδειγμα καταλείπεσθαι», Λυκούργ.) 2. πάθημα που χρησιμεύει ως μάθημα, κακό προηγούμενο προς αποφυγή («ἔχοντες παραδείγματα τῶν τ ἐκεῑ Ἑλλήνων ὡς… … Dictionary of Greek
χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… … Dictionary of Greek